παλαιοπωλείο

παλαιοπωλείο
το
κατάστημα στο οποίο πωλούνται παλιά, ιδίως μεταχειρισμένα, αντικείμενα, παλιατζήδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παλαιοπωλείο — το το κατάστημα που πουλά παλιά πράγματα, αλλ. παλιατζίδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλιατζήδικο — το κατάστημα αγοράς και πώλησης παλαιών, ιδίως μεταχειρισμένων, αντικειμένων, παλαιοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. παλιατζήδες τού παλιατζής + κατάλ. ικο (πρβλ. πατσατζήδικο)] …   Dictionary of Greek

  • Σκοτ, σερ Ουώλτερ — (Scott). Σκοτσέζος συγγραφέας (Εδιμβούργο 1771 Άμποτσφορντ 1832). Ο πατέρας του τον προόριζε για τα νομικά, πολύ νωρίς όμως έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Ακολουθώντας το παράδειγμα των Γερμανών ρομαντικών και του Άγγλου Τόμας Πέρσυ …   Dictionary of Greek

  • παλιατζίδικο — παλιατζίδικο, το το κατάστημα που πουλά παλιά αντικείμενα, αλλ. παλαιοπωλείο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”